31/10/2010

séquence X


  Πίνεις από πλαστικά ποτήρια νοσοκομείου και φοράς ρούχα που δεν θα ήθελες ποτέ να βάλεις και όταν δύσκολα θα συνέρχεσαι από την σκοτοδίνη που είναι ο ύπνος σου θα θέλεις να φύγεις ακόμη και λιγότερο, ενώ ακόμη περισσότερο θα εύχεσαι να μην μπορέσεις ποτέ να βρεθείς ξανά σε θέση προνομίων γιατί τα προνόμια είναι καλά και καλύτερα όσο κάποιος είναι στην θέαση τους αλλά γιατί να έχεις χρόνο για κάτι τέτοιο, γιατί να έχεις χρόνο και γιατί να στάζεις τα λεπτά σου γύρω από ένα κρεβάτι που εδώ και χρόνια δεν γνώρισε άλλον παρά έμενα, σκληρός πανόπτης που φροντίζει να σου το υπενθυμίζει, αυτό και οτιδήποτε έχεις κρύψει-γιατί ξέρει, ξέρει καλά, ανάμεσα στα άσπρα σεντόνια και τα σκεπάσματα και κάτω του, μέσα απτά δοκάρια και πάνω από τη σκόνη.

  Οτιδήποτε έχω σκεφτεί εκεί πάνω τα βράδια ζέχνει και αυξάνεται και ορθώνεται εμπρός σου με βλέμμα ευθύ, με το δικό σου βλέμμα αποφευκτικό να κοιτάζει εκεί που θα έπρεπε να είναι ο δεύτερος κριτής της καθημερινότητας σου εκεί που θα ήμουν εγώ και θα μιλούσα σε σένα αλλά θα ήταν σαν να μιλώ στον εαυτό μου, και οι κριτές ορθώνονται, εκδηλώνονται εμπρός σου, συντίθενται με γράμματα και πλήκτρα, πλήκτρα πιάνου, πλήκτρα υπολογιστή, πλήκτρα κινητών και συσκευών και όλα εκδηλώνονται, υπερβαίνουν της ύλης τους, το πλήκτρο μετουσιώνεται σε πράξη και η μετάσταση της πράξης είναι αποτέλεσμα οπότε δεν μας ενδιαφέρει, όχι, όχι, είναι δύσκολα τα πρωινά χωρίς ρεύμα, ο βόμβος του ψυγείου-βέβαιη ενόχληση εκλείπει και απόλυτη σιωπή ορθώνεται μαζί με τα πλήκτρα, μαζί με τα γράμματα και μαζί με την άλλη σιωπή που απλώνει ο θόρυβος που κάποτε το σπίτι είχε, ο θόρυβος της βρύσης, του βραστήρα, του κλιματισμού, αχρείαστοι, το σπίτι κλείνει γύρω σου και κλείνει μέσα του, κλείνει στα μάτια των περαστικών και στα μάτια των περιεχόμενων.

   Σαν το κρύο που υπάρχει εκεί μέσα να είναι φορές περισσότερο από το κρύο του δρόμου, γιατί ο καπνός από τα δεύτερα τσιγάρα παγώνει και κρυσταλλώνεται στον αέρα, υγροποιείται στα χείλη και μαύρος κυλά γρήγορα κάτω απ’ το σαγόνι σου και χάνεται, κρύο σπίτι, εδώ ούτε τα κεριά δεν ανάβουν πια, κανένα σήμα για τα κινητά, κανένα σημάδι στο δέρμα σου-είναι χλωμό και ελάχιστα πιο ζεστό από τη θερμοκρασία δωματίου, εκτός από τα μάτια και τα δόντια και τα λευκά, γιατί το λευκό έλκει το κρύο και γίνεται το κρύο και είναι πια αδιάκριτο το τι είναι κρύο και τί λευκό, τι εσύ και τι όχι, και να, ακόμη ένα επιτελές δίπολο με εγκάρδιες αφιερώσεις και δωρεάν μηνύματα για τις ώρες του καφέ που μια Δευτέρα πρωί, πολύ πρωί-ξημέρωμα, θα θελήσεις.

25/10/2010

Λιγοστεύω

15/10/2010

automat



Έγραψα το όνομά σας κάτω από το στρώμα μου, 
αναμόρφωση, θέση μου ανάπαυσης να είναι,
θυμίζει εσάς, σιγά-σιγά να αυξηθεί σε σχήμα σας.

Κουλουριασμένα φύλλα ποτέ δεν ένιωσε περισσότερο 
σαν ένα ανθρώπινο σώμα, κατά τις ώρες μου κοιμάται,
όταν είμαι εγώ δικαιολογία για την εκδήλωση των ιχνών.

Είμαι διάθεση γύρω στο δωμάτιό μου ανέκφραστος.

Θεωρώ ότι είναι δύσκολο να φέρει την σκέψη σας στον 
ύπνο και μόνο. Αισθανόμουν τον εαυτό μου για πρώτη φορά,
ανάγκη να ξυπνήσει δίπλα σε ένα θερμό σώμα κανενός.
Ιδανικά δικό σας.
Ποτέ δεν θα είναι δικοί σας,
ποτέ κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Τώρα, αναρωτιέμαι αν ξυπνάτε το κρύο, κατά τις ώρες
ψύξης μου το πρωί. Πέντε το πρωί,
κλείνοντας τα μάτια σας με την απουσία του φωτός.

Είμαστε τόσο μόνοι κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή,
περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή της ημέρας.
Ανένδυτοι φορείς, για τη θέσπιση εν αγνοία τους,
για έναν άλλο, με το κρύο άκρον αναπνέει τα χείλη
ενός δεύτερου, άνοιξε,
κινούνται προς-μεταξύ των φύλλων.
Στην αμείλικτη κίνηση, αδύναμα, 
και ακόμη και τα μαλλιά μας, εμπίπτουν σε μαξιλάρια, 
αφήνοντας ρίζες, αφήνοντας γήρας σε παραλογίες μας, 
γιατί έτσι, μόνο κατά τη διάρκεια χλωμών στιγμών,
η γήρανση καθώς φτάνουμε για το εν λόγω άλλο,
πάντα φθάνοντας.