07/05/2010

séquence VIII



Χάνω χρόνο, και κάθε ξοδεμένο λεπτό, κάθε τετράωρο παρατημένο στα κοινόχρηστα τραπέζια, του όποιου καφε, στοιβάζεται στα τελευταία και ορθώνεται κάθε φορά μπροστά απ' τα μάτια μου, πρίν το διώξω άτονα απο τις σκέψεις μου.
Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο για να επισπεύσω τη βραδύτητα και να νιώσω λίγο λιγότερο, το πέρασμα της αργής καύσεως μέρας μου. Η συνειδητοποίηση του χρόνου γίνεται ενοχλητική αισθηση τσίχλας κολλημένης σε παπούτσι και για δες, να ένα ακόμη ξημέρωμα, δές, χαράζει. Θυμάμαι παλιότερα έβλεπα τον ήλιο να δύει, μάλιστα, παλιότερα έβλεπα τον ήλιο.
Θές ένα τσιγάρο; Ευχαριστώ. Σταμάτα. Φτάνει. Δέν φτάνει; Φτάνει ποτέ; Μήπως φτάνει κάπου; Σιχάθηκα τη ζωή μου-και τη δική σου τη ζωή. Ζήσαμε για να καταλάβουμε πως μπορούμε μόνο να διακρίνουμε γνώριμα πρόσωπα σε πλήθη αγνώστων. Μόνο αυτό.
Ένα πρωί, κοιμόμουν και έψαχνα κάτι να βρώ. Ξύπνησα και δέν το βρήκα ποτέ-έχω βαρεθέι τα μικροαστικά όνειρα, γεμάτα κλισέ. Εξάλλου τη νύχτα, άγρυπνος, μπορώ και παίζω με τις σκιές.
Τα θερμά πρόσωπα το βράδυ, τα άτυχα αγγίγματα και τα μάτια που κλείνουν.
Που πρέπει να κλείνουν.