Κάθεσαι απέναντι μου δίχως να μιλάς ενώ μια κίτρινη λάμπα φωτίζει ελλιπώς τα χαρακτηριστικά σου. Ο καπνός από το τσιγάρο που ξεκουράζεται στο τασάκι, συνοδεύει τον ατμό από το ποτήρι του καφέ λίγο πιο δίπλα και όλα αυτά μπερδεύονται με τα χνώτα που ξεφεύγουν άρρυθμα από το στόμα σου καθώς αναπνέεις στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Μου φαίνεται πως είσαι τόσο περισσότερο όμορφος από όσο μπορεί να συλλάβει ο οποιοσδήποτε, έτσι όπως ορθώνεσαι εμπρός μου με τον καπνό και τους ατμούς που έχουν καθίσει γύρω σου και ανάμεσα μας, λες και ήταν πάντα εκεί, όπου και αν βρισκόσουν, τι πέπλο θεέ μου.
Το χαρτί έγραφε:
‘… Αντικατοπτρίσου κάπου δίπλα μου, διαφορετικά δεν θα γνωρίζω και αν γνωρίζω δεν θα μπορώ και ακόμη και αν μπορώ δεν προτίθεμαι να πλησιάσω οτιδήποτε θυμητικό της ανθρώπινης μου φύσης.
Θα πρέπει να παραπέμπεις σε κάτι, οτιδήποτε, απόκοσμο αλλιώς δεν δύναμαι να σε επιθυμήσω, οπότε σε παρακαλώ, πρόσεξε πώς και πόσο θα παρουσιάσεις τον εαυτό σου σε ‘μένα, κάντο μέσα από καθρέπτες ώστε να μπορώ να ερωτευτώ το είδωλο που θα αντιστρέφεται τόσες φορές μέσα από τόσους καθρέπτες, χάνοντας και ανακτώντας πολυάριθμα και ακατάσχετα αυτό που ξεκίνησε να αποδώσει.’
Θα πρέπει να παραπέμπεις σε κάτι, οτιδήποτε, απόκοσμο αλλιώς δεν δύναμαι να σε επιθυμήσω, οπότε σε παρακαλώ, πρόσεξε πώς και πόσο θα παρουσιάσεις τον εαυτό σου σε ‘μένα, κάντο μέσα από καθρέπτες ώστε να μπορώ να ερωτευτώ το είδωλο που θα αντιστρέφεται τόσες φορές μέσα από τόσους καθρέπτες, χάνοντας και ανακτώντας πολυάριθμα και ακατάσχετα αυτό που ξεκίνησε να αποδώσει.’
Φεύγοντας, τα φώτα συμφώνησαν να σβήσουν.
No comments:
Post a Comment