16/03/2009

βεραμάν

Μόλις βγήκε απ' το οικοδόμημα που του είχε γίνει πλέον οικείο, ένα κύμα κρύου αέρα πέρασε δίπλα του, αλλά όχι αρκετά κοντά για να τον κάνει να σφίξει το παλτό στο σώμα του. Παρ' όλα αυτά το έκανε, γιατί απλά ταίριαζε. Ας το δεχτούμε ως μία απλή εξωτερίκευση. Σαν την ενστικτώδη αποστροφή προς το δυνατό φως ενός ηλιόλουστου πρωινού.

Ίσως απλά να μην χρειαζόταν ο κρύος αέρας για να καταλάβει πόσο κρύωνε. Τα δάκτυλα του ένιωθαν παγωμένα εδώ και πολύ ώρα - άγγιζε με αυτά το θερμό του πρόσωπο για να νιώσει λίγη ζέστη.

Στο διαμέρισμα - κρύο και ανήλιαγο αυτό, θα 'ταν δέν θα' ταν 3 ώρες απο τότε που είχε μπεί αλλα ο χρόνος του φάνηκε πως πέρασε πολύ πιο γρήγορα.
Του είχε μείνει η στυφή γεύση που αφήνουν τα χρόνια, όταν τα κοιτάς με προοπτική. Του πήρε αρκετή ώρα μέχρι να κλειδώσει.

Τις λίγες αυτές ώρες που βρέθηκε εκεί, ένιωθε σαν να 'χε γυρίσει τον χρόνο πίσω.
Όμως όχι μαζί με την ανέμελη άγνοια του τι μέλει γενέσθαι. Το παρόν θα τον κοίταζε σε κάθε δική του αντανάκλαση και βλέμμα περαστικού - ένας αμερόληπτος, σκληρός παντογνώστης.

Τα χέρια του ήταν πολύ ψυχρά. Ολόκληρος ήταν.
Έτρεμε κιόλας, χωρίς να ξέρει αν ήταν απ' το κρύο ή από αυτά που διάβασε.
Ήταν τόσα πολλά που δέν ήξερε.

Το βεραμάν πλεκτό κασκόλ που δύσκολα θα φορούσε - είχε φθαρεί απ' τη χρήση και το πλύσιμο, τώρα το τύλιγε βιαστικά γύρω απ' τον λαιμό του.
Περπάτησε νευρικά, ως τη γωνία πιο πέρα, μέχρι που χάθηκε.

No comments:

Post a Comment