08/03/2013

epistasis


mjt 2/13

   Το σημειωματάριο τελείωσε. Δεν έχουν αλλάξει πολλά. Τα κρεβάτια παραμένουν μονά, σώματα εναντίων στρωμάτων, μόνο που τώρα τα δεύτερα μου είναι ξένα ή προσωρινά. Ξαπλώνω μπρούμυτα και γράφω πάνω σε ένα πάπλωμα γεμάτο στάχτες, βρίσκω ασφάλεια στη σκέψη πως γυρνώ την πλάτη σε μια επίπλαστη απώλεια που ευχήθηκα και απόκτησα. Όλες αυτές οι σημειώσεις μου εδώ, σημεία της τρυφερότητας που ακόμη δεν έχω γνωρίσει αλλά έμαθα να προσομοιώνω περιγραφικά μέσα από σειρές ονομάτων. Η συχνότητα χρήσης λέξεων γράφει μια περιφερειακή ιστορία κάτω από τις γραμμές, ιστορία που υπολογίζει κυρίως αποστάσεις και επιστατικές επιδράσεις δίπλα από γεμάτα τασάκια. Με κάθε τσιγάρο συμπληρωματικό του προηγούμενου, υπολογίζω εύκολα την αφομοιωτέα ύλη, ενώ μετρώ τα καλυμμένα κενά του πνεύματος για να γεμίζουν οι μέρες και οι λιγότερο μέρες και να μπορώ να μένω φιλάρεσκα αβέβαιος για την επόμενη και την επόμενη της.

    Συμπεριφέρομαι γύρω από ό,τι μου θύμησες, την αφέλεια της καχυποψίας και την καθαρότητα της εικόνας του εαυτού που είχα αρχίσει να διακρίνω, μια πρώτη, ισχνή εικόνα δική μου, τόσο ελαφριά που δεν ανήκε σε εμένα περισσότερο απ’ όσο σε ‘σένα, νομίζω πως δεν υπάρχει κάτι που παρέλειψα να σου πω, τίποτα παραπάνω από επιτακτικά ξεσπάσματα υποτακτικών στερήσεων, αφού μου έδωσες ό,τι μπορούσες, θα το βαφτίσω κόσμο και θα το κοιμίσω στο δεύτερο μαξιλάρι που μου κρύβει λίγο από τους τοίχους, ακόμη και ας μην πίστεψες σε εμένα ιδιαίτερα η αρκετά, ακόμη και αν απερίσκεπτα πιστεύω ότι μόνο αυτό χρειάστηκα. Είναι γοητευτικές οι ασκήσεις με ανθρώπους, προπαίδεια φυσικής αγωγής σε πολλαπλάσια σημασιολογία απείρων συνδυασμών, δύο μόνο ψηφίων, πραγματικών αριθμών κοινόχρηστων καντράν και κανένα αποτέλεσμα δεν θα έπρεπε να πενθείται. Κάποτε φαντάστηκα τα χέρια μας ενωμένα εν παραλλήλω, σαν να ήταν πάντα έτσι, εκεί, το κεφάλι και των δύο, να κρέμεται σε αχαρτογράφητους άξονες από το ίδιο μαξιλάρι, τα πόδια μας σε παγωμένη ταλάντωση αέναης πτώσης ή πτήσης, ένα στρώμα μακριά από το εδώ και το τώρα και μακρύτερα από το εκεί και το τότε, ξένο στο πουθενά και στο ποτέ. Τα παπλώματα θα έσβηναν κινητά και ό,τι είχαμε γράψει στο σώμα μας για να μην ξεχάσουμε ή ξεχαστούμε. Ένοιωσα και νοιώθω όμορφο ό,τι εννόησα και εννοώ. Πλέον, δεν έχω τίποτα να σου δώσω και τίποτε να περιμένω, αλλά δες, ενώ έχουμε ήδη σκοτώσει ο ένας τον άλλο είμαστε ακόμη γείτονες με κοινό ακάλυπτο, συνεχίζουμε να υπάρχουμε και να μεταφερόμαστε παραπλεύρως και αρνούμαι να προσποιηθώ το αντίθετο. Σε γνώρισα και σε αναγνωρίζω, επαληθευτικά, επισφαλώς.

    Σε μάτια τρίτων διακρίνω κενά που μπορώ να καλύψω και κενά που μπορώ να προσφέρω και είναι αλήθεια, κανένα σώμα δεν ψεύδεται όταν τσαλακωμένο κρύβεται λευκών συνάψεων, όταν τα κεφάλια που ακολουθούν γράφουν κοίλες ευθείες προς τα πίσω, κοιτάζοντας πάνω, βλέποντας πάνω από κάτι και πάνω απ τον εαυτό τους, πάνω από μάταιες απόπειρες ατομικών περιγραφών. Η σκέψη αυτή με ησυχάζει και θέλω να ησυχάσει και εσένα. Η κενή σελίδα θα μείνει τελευταία.